- επίχαρμα
- ἐπίχαρμα, τὸ (AM)το αντικείμενο τής επιχαιρεκακίας, εκείνος που προκαλεί σε κάποιον την επιχαιρεκακίααρχ.η χαιρεκακία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χάρ-μα < θ. χαρ- (πρβλ. έ-χάρ-ην)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίχαρμα — object of malignant joy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπίχαρμα — ἐπίχαρμα , ἐπίχαρμα object of malignant joy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχαρμάτων — ἐπίχαρμα object of malignant joy neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχάρμασιν — ἐπίχαρμα object of malignant joy neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχάρματα — ἐπίχαρμα object of malignant joy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՅՊՆ — ( ) NBH 1 0093 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c գ. Որպէս տճկ. ա՛յպ, այը՛պ Ամօթ. ամօթալի պակասութիւն. առիթ այպանութեան. խայտառակ ինչ. խաղքութիւն. ... αἱσχρόν, αἷσχος probrum, probrosum, turpitudo, dedecus, pudor… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՏՆՀԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0526 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c գ. ἑπίχαρμα, ἑπίχαρσις insultatio, ludibrium. որ եւ ՈՏՆԱՀԱՐՈՒԹԻՒՆ. Ոտնհարելն. ոտնհար լինելն. չարախնդացութիւն. այպանք. ծաղր. *Յանցեաւ ժողովուրդն, քանզի յանցոյց զնոսա ահարոն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)